- πρακτικογράφοι
- запиcничари
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
πρακτικογράφος — ο, η, Ν 1. (νομ.) άτομο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να καταγράφει τις γνώμες και τις αποφάσεις ενός συλλογικού οργάνου 2. υπάλληλος που ασχολείται με την τήρηση τών πρακτικών τών συνεδριάσεων και συζητήσεων ενός σώματος («πρακτικογράφος … Dictionary of Greek